- λιθάσωσιν
- λιθά̱σωσιν , λιθάωaor subj act 3rd pl (doric aeolic)λιθάζωfling stonesaor subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθάζω — (AM) [λίθος] ρίχνω πέτρες, λιθοβολώ (α. «λιθάζειν ἐπὶ σκοπὸν μανθάνειν καὶ ὃπλοις χρῆσθαι», Στράβ. β. «ἐβάστασαν... λίθους... ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν», ΚΔ) αρχ. ρίχνω κάτι σαν πέτρα («χρυσὸν λιθάζειν εἰς τὴν παῑδα», Αππ.) … Dictionary of Greek